- συνανακλίνομεν
- συνανακλί̱νομεν , σύν-ἀνακλίνωleanaor subj act 1st pl (epic)συνανακλί̱νομεν , σύν-ἀνακλίνωleanpres ind act 1st plσυνανακλί̱νομεν , σύν-ἀνακλίνωleanimperf ind act 1st pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.